- ἐπελήλυθα
- ἐπέρχομαιcome uponperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπεληλύθασι — ἐπεληλύθᾱσι , ἐπέρχομαι come upon perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεληλύθασιν — ἐπεληλύθᾱσιν , ἐπέρχομαι come upon perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επέρχομαι — (AM ἐπέρχομαι) 1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 2. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 3. ακολουθώ, διαδέχομαι 4. (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι επερχόμενοι, ες, a (AM ἐπερχόμενοι, αι, α) αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι μσν. νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek